γυαλένιος

γυαλένιος
-ια, -ιο
ο γυάλινος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυαλένιος — ια, ιο βλ. γυάλινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστραπάς — ο (Μ μαστραπάς) νεοελλ. 1. μικρό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο για νερό ή κρασί, κανάτα («είσαι γυαλένιος μαστραπάς κι όποιονε ιδείς τον αγαπάς», δημ. τραγούδι) 2. (διαλ.τ.) μεταλλικό κύπελλο με λαβή 3. παροιμ. «το μαστραπά τόν έσπασες, κρασί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”